↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρώση οι τρώσεις
      γενική της τρώσης* των τρώσεων
    αιτιατική την τρώση τις τρώσεις
     κλητική τρώση τρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τρώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρώση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρῶ(σις) + -ση < τιτρώσκω (τραυματίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρώ‐ση

  Επίθετο

επεξεργασία

τρώση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)