Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρωαδικός η τρωαδική το τρωαδικό
      γενική του τρωαδικού της τρωαδικής του τρωαδικού
    αιτιατική τον τρωαδικό την τρωαδική το τρωαδικό
     κλητική τρωαδικέ τρωαδική τρωαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρωαδικοί οι τρωαδικές τα τρωαδικά
      γενική των τρωαδικών των τρωαδικών των τρωαδικών
    αιτιατική τους τρωαδικούς τις τρωαδικές τα τρωαδικά
     κλητική τρωαδικοί τρωαδικές τρωαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρωαδικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τρωαδικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία