τροχιοδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροχιοδρομικός < τροχιόδρομος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίατροχιοδρομικός
- που έχει σχέση με τον τροχιόδρομο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροχιοδρομικός
|
τροχιοδρομικός
|