τροχιοδρομικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροχιοδρομικά < τροχιοδρομικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίατροχιοδρομικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατροχιοδρομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τροχιοδρομικός