↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροφαποθήκη οι τροφαποθήκες
      γενική της τροφαποθήκης των τροφαποθηκών
    αιτιατική την τροφαποθήκη τις τροφαποθήκες
     κλητική τροφαποθήκη τροφαποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροφαποθήκη < τροφ(ή) + αποθήκη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾo.fa.poˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐φα‐πο‐θή‐κη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροφαποθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία