τροπολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροπολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τροπολογώ
Μετοχή
επεξεργασίατροπολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τροπολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροπολογημένος
|
τροπολογημένος, -η, -ο
|