τριχοτομημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριχοτομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τριχοτομώ
Μετοχή επεξεργασία
τριχοτομημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τριχοτομώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριχοτομημένος
|
τριχοτομημένος, -η, -ο
|