Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισπήλαιος η τρισπήλαια το τρισπήλαιο
      γενική του τρισπήλαιου της τρισπήλαιας του τρισπήλαιου
    αιτιατική τον τρισπήλαιο την τρισπήλαια το τρισπήλαιο
     κλητική τρισπήλαιε τρισπήλαια τρισπήλαιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισπήλαιοι οι τρισπήλαιες τα τρισπήλαια
      γενική των τρισπήλαιων των τρισπήλαιων των τρισπήλαιων
    αιτιατική τους τρισπήλαιους τις τρισπήλαιες τα τρισπήλαια
     κλητική τρισπήλαιοι τρισπήλαιες τρισπήλαια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρισπήλαιος < τρι- + σπήλαιο + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

τρισπήλαιος, -α, -ο

  • (λόγιο) που έχει τρεις σπηλιές ή αποτελείται από τρεις σπηλιές
    Βορειανατολικά του ναού Γενεσίου της Θεοτόκου στην περιοχή των Κοφινίων στα Μετέωρα, στη νότια πλευρά του βράχου Πυξάρι και πάνω αριστερά από τη μονή του αγίου Αντωνίου βρίσκεται το τρισπήλαιο ασκητήριο του οσίου Γρηγορίου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία