Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρικέζα οι τρικέζες
      γενική της τρικέζας των (τρικεζών)
    αιτιατική την τρικέζα τις τρικέζες
     κλητική τρικέζα τρικέζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρικέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική truqueuse + , θηλυκό του truqueur < truquer < truc

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾiˈce.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρε‐κέ‐ζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρικέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία