Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική truc[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρικ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία