τριανδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριανδρικός < ελληνιστική κοινή τριανδρικός[1] [2] < τρίανδρος < αρχαία ελληνική τρεῖς + ἀνήρ
Επίθετο
επεξεργασίατριανδρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριανδρικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τριανδρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τριανδρικόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.