↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριακοσιοπλάσιος η τριακοσιοπλάσια το τριακοσιοπλάσιο
      γενική του τριακοσιοπλάσιου της τριακοσιοπλάσιας του τριακοσιοπλάσιου
    αιτιατική τον τριακοσιοπλάσιο την τριακοσιοπλάσια το τριακοσιοπλάσιο
     κλητική τριακοσιοπλάσιε τριακοσιοπλάσια τριακοσιοπλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριακοσιοπλάσιοι οι τριακοσιοπλάσιες τα τριακοσιοπλάσια
      γενική των τριακοσιοπλάσιων των τριακοσιοπλάσιων των τριακοσιοπλάσιων
    αιτιατική τους τριακοσιοπλάσιους τις τριακοσιοπλάσιες τα τριακοσιοπλάσια
     κλητική τριακοσιοπλάσιοι τριακοσιοπλάσιες τριακοσιοπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριακοσιοπλάσιος < τριακόσι(α) + -ο- + -πλάσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

τριακοσιοπλάσιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία