τριήμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριήμερος < τρι- + ημέρ(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
τριήμερος, -η, -ο
- που διαρκεί τρεις μέρες
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριήμερος
|