↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρελιάρης η τρελιάρα το τρελιάρικο
      γενική του τρελιάρη της τρελιάρας του τρελιάρικου
    αιτιατική τον τρελιάρη την τρελιάρα το τρελιάρικο
     κλητική τρελιάρη τρελιάρα τρελιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρελιάρηδες οι τρελιάρες τα τρελιάρικα
      γενική των τρελιάρηδων των τρελιάρικων
    αιτιατική τους τρελιάρηδες τις τρελιάρες τα τρελιάρικα
     κλητική τρελιάρηδες τρελιάρες τρελιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρελιάρης < τρελ(ός) + -ιάρης

  Επίθετο

επεξεργασία

τρελιάρης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία