τρελιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρελιάρης | η | τρελιάρα | το | τρελιάρικο |
γενική | του | τρελιάρη | της | τρελιάρας | του | τρελιάρικου |
αιτιατική | τον | τρελιάρη | την | τρελιάρα | το | τρελιάρικο |
κλητική | τρελιάρη | τρελιάρα | τρελιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρελιάρηδες | οι | τρελιάρες | τα | τρελιάρικα |
γενική | των | τρελιάρηδων | — | των | τρελιάρικων | |
αιτιατική | τους | τρελιάρηδες | τις | τρελιάρες | τα | τρελιάρικα |
κλητική | τρελιάρηδες | τρελιάρες | τρελιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατρελιάρης, -α, -ικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρελιάρης
|
Πηγές
επεξεργασία- τρελιάρης — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)