τρακαδόρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρακαδόρικος < τρακαδόρος + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίατρακαδόρικος
- που είναι σχετικό με τρακαδόρο
- που προκύπτει από τράκα
- ※ Ο συμπαθέστατος μπαρμπα-Γιάννος, σε μια από τις ελάχιστες καφετέριες του χωριού, απολαμβάνει μονάχος ένα τσιγάρο (“τρακαδόρικο” διότι η σύνταξη δεν φτάνει πια και για πακέτο) παρέα με το καφεδάκι του (ελληνικό και σκέτο) (Ανεπανάληπτος!, 1 Φεβρουάριος 2011, lakonikos.gr, [1])
- παρασιτικός, αμακαδόρικος
- ※ Αυτή η παραγγελιά - ανοησία, που δέσποζε στις ειδήσεις των τρακαδόρικων ΜΜΕ, απευθυνόταν κυρίως στους ηλικιωμένους τηλεθεατές (Πανηγυρισμοί στο κυβερνείο της αποικίας!, 7 Αυγούστου 2014 avgi.gr, [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρακαδόρικος
|