τραγελαφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραγελαφικός < τραγέλαφος
Επίθετο επεξεργασία
τραγελαφικός, -ή, -ό
- που είναι πάρα πολύ παράξενος και ανεξήγητος και προκαλεί μεγάλη σύγχυση
- που ξεπερνά τα όρια του κανονικού ή αποδεκτού κατά τρόπο γελοίο