τρίποντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρίποντο | τα | τρίποντα |
γενική | του | τρίποντου | των | τρίποντων |
αιτιατική | το | τρίποντο | τα | τρίποντα |
κλητική | τρίποντο | τρίποντα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρίποντο ουδέτερο
- (αθλητισμός) επιτυχημένη βολή της μπάλας στο καλάθι σ’ ένα παιχνίδι μπάσκετ, σε σουτ που γίνεται από απόσταση 6.75 μέτρων (σε ευρωπαϊκά γήπεδα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τρίποντο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίποντο