↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίμετρος η τρίμετρη το τρίμετρο
      γενική του τρίμετρου της τρίμετρης του τρίμετρου
    αιτιατική τον τρίμετρο την τρίμετρη το τρίμετρο
     κλητική τρίμετρε τρίμετρη τρίμετρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίμετροι οι τρίμετρες τα τρίμετρα
      γενική των τρίμετρων των τρίμετρων των τρίμετρων
    αιτιατική τους τρίμετρους τις τρίμετρες τα τρίμετρα
     κλητική τρίμετροι τρίμετρες τρίμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίμετρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίμετρος, -η, -ο

  1. που έχει μήκος (ύψος, πλάτος, κ.λπ.) τριών μέτρων
    τρίμετρος ανδριάντας
  2. που αποτελείται από τρία μέτρα
    τρίμετρος στίχος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία