τρίμετρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρίμετρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατρίμετρος, -η, -ο
- που έχει μήκος (ύψος, πλάτος, κ.λπ.) τριών μέτρων
- τρίμετρος ανδριάντας
- που αποτελείται από τρία μέτρα
- τρίμετρος στίχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίμετρος
|