τρίμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρίμετρο | τα | τρίμετρα |
γενική | του | τρίμετρου & τριμέτρου |
των | τρίμετρων & τριμέτρων |
αιτιατική | το | τρίμετρο | τα | τρίμετρα |
κλητική | τρίμετρο | τρίμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίμετρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίμετρος < αρχαία ελληνική τρίμετρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίμετρο
|