τουρκολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουρκολόγος < (λόγιο δάνειο) γερμανική Turkologe < Turkologie, Τούρκ(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατουρκολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ειδικεύεται στην τουρκολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- τουρκολογία
- → δείτε τις λέξεις Τούρκος και λέγω