τουρκολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuɾ.co.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τουρ‐κο‐λο‐γία
- τονικό παρώνυμο: τουρκολογιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκολογία θηλυκό
- η επιστήμη που ασχολείται με την ιστορία των Τούρκων (ή αλλων συγγενικών λαών) ή με τη γλώσσα, τα έθιμα, τον πολιτισμό κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκολογία