τουαλεταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουαλεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τουαλεταρίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίατουαλεταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τουαλεταρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουαλεταρισμένος
|