τοτεμισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοτεμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική totemisme ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική totemism < totem (τοτέμ) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοτεμισμός αρσενικό
- η θρησκευτική λατρεία των τοτέμ και τα έθιμα που βασίζονται σε αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοτεμισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- τοτεμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λέξεις με 'τοτέμ' - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)