↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοτεμισμός οι τοτεμισμοί
      γενική του τοτεμισμού των τοτεμισμών
    αιτιατική τον τοτεμισμό τους τοτεμισμούς
     κλητική τοτεμισμέ τοτεμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοτεμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική totemisme ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική totemism < totem (τοτέμ) + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοτεμισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία