τορπιλοπλάνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τορπιλοπλάνο < τορπίλη + -ο- + -πλάνο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική torpedo plane)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατορπιλοπλάνο[1] ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Torpedo plane στην αγγλική Βικιπαίδεια
- αεροτορπίλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία τορπιλοπλάνο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τορπιλοπλάνο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)