τοπιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοπιακός | η | τοπιακή | το | τοπιακό |
γενική | του | τοπιακού | της | τοπιακής | του | τοπιακού |
αιτιατική | τον | τοπιακό | την | τοπιακή | το | τοπιακό |
κλητική | τοπιακέ | τοπιακή | τοπιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοπιακοί | οι | τοπιακές | τα | τοπιακά |
γενική | των | τοπιακών | των | τοπιακών | των | τοπιακών |
αιτιατική | τους | τοπιακούς | τις | τοπιακές | τα | τοπιακά |
κλητική | τοπιακοί | τοπιακές | τοπιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τοπιακός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοπιακός
|