Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τοξοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τοξοφόρ
ος
η
τοξοφόρ
ος
&
τοξοφόρ
α
το
τοξοφόρ
ο
γενική
του
τοξοφόρ
ου
της
τοξοφόρ
ου
&
τοξοφόρ
ας
του
τοξοφόρ
ου
αιτιατική
τον
τοξοφόρ
ο
την
τοξοφόρ
ο
&
τοξοφόρ
α
το
τοξοφόρ
ο
κλητική
τοξοφόρ
ε
τοξοφόρ
ε
&
τοξοφόρ
α
τοξοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τοξοφόρ
οι
οι
τοξοφόρ
οι
&
τοξοφόρ
ες
τα
τοξοφόρ
α
γενική
των
τοξοφόρ
ων
των
τοξοφόρ
ων
των
τοξοφόρ
ων
αιτιατική
τους
τοξοφόρ
ους
τις
τοξοφόρ
ους
&
τοξοφόρ
ες
τα
τοξοφόρ
α
κλητική
τοξοφόρ
οι
τοξοφόρ
οι
&
τοξοφόρ
ες
τοξοφόρ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοξοφόρος
<
τόξ(ο)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
τοξοφόρος, -ος/-α, -ο
που φέρει
τόξο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοξοφόρος