↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοξοφόρος η τοξοφόρος
τοξοφόρα
το τοξοφόρο
      γενική του τοξοφόρου της τοξοφόρου
τοξοφόρας
του τοξοφόρου
    αιτιατική τον τοξοφόρο την τοξοφόρο
τοξοφόρα
το τοξοφόρο
     κλητική τοξοφόρε τοξοφόρε
τοξοφόρα
τοξοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοξοφόροι οι τοξοφόροι
τοξοφόρες
τα τοξοφόρα
      γενική των τοξοφόρων των τοξοφόρων των τοξοφόρων
    αιτιατική τους τοξοφόρους τις τοξοφόρους
τοξοφόρες
τα τοξοφόρα
     κλητική τοξοφόροι τοξοφόροι
τοξοφόρες
τοξοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοξοφόρος < τόξ(ο) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

τοξοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία