↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοξικοφόρος η τοξικοφόρος
τοξικοφόρα
το τοξικοφόρο
      γενική του τοξικοφόρου της τοξικοφόρου
τοξικοφόρας
του τοξικοφόρου
    αιτιατική τον τοξικοφόρο την τοξικοφόρο
τοξικοφόρα
το τοξικοφόρο
     κλητική τοξικοφόρε τοξικοφόρε
τοξικοφόρα
τοξικοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοξικοφόροι οι τοξικοφόροι
τοξικοφόρες
τα τοξικοφόρα
      γενική των τοξικοφόρων των τοξικοφόρων των τοξικοφόρων
    αιτιατική τους τοξικοφόρους τις τοξικοφόρους
τοξικοφόρες
τα τοξικοφόρα
     κλητική τοξικοφόροι τοξικοφόροι
τοξικοφόρες
τοξικοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοξικοφόρος < τοξικ(ός) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

τοξικοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία