τοξεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τοξείᾱ | αἱ | τοξεῖαι |
γενική | τῆς | τοξείᾱς | τῶν | τοξειῶν |
δοτική | τῇ | τοξείᾳ | ταῖς | τοξείαις |
αιτιατική | τὴν | τοξείᾱν | τὰς | τοξείᾱς |
κλητική ὦ! | τοξείᾱ | τοξεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοξείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τοξείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοξεία < αρχαία ελληνική τόξον + -εία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξεία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- τοξεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.