τοκογονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοκογονία | οι | τοκογονίες |
γενική | της | τοκογονίας | των | τοκογονιών |
αιτιατική | την | τοκογονία | τις | τοκογονίες |
κλητική | τοκογονία | τοκογονίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοκογονία θηλυκό
- (νομικός όρος) η γέννηση απαίτησης τόκων. Η τοκογονία εξαρτάται από το ουσιαστικό δίκαιο, ανάλογα και με το είδος της απαίτησης (δανειακή οφειλή, αποζημίωση, διαφυγόν κέρδος, κ.λπ.), και συχνά συνδέεται με την επίδοση της αγωγής για τη διεκδίκηση της καταβολής της κύριας απαίτησης.
- ※ Η επίδοση αγωγής στον εναγόμενο για επιδίκαση χρηματικής απαίτησης, ως όχληση, συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους, χωρίς την υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη · ΑΠ 873/2017 σκέψ.IV · άρ.346 ΑΚ
- (@greek.law - τόκοι πρόσβαση:2019.11.29.)
- ※ Η επίδοση αγωγής στον εναγόμενο για επιδίκαση χρηματικής απαίτησης, ως όχληση, συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους, χωρίς την υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη · ΑΠ 873/2017 σκέψ.IV · άρ.346 ΑΚ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοκογονία
|