• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τοιχισμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοιχισμένος η τοιχισμένη το τοιχισμένο
      γενική του τοιχισμένου της τοιχισμένης του τοιχισμένου
    αιτιατική τον τοιχισμένο την τοιχισμένη το τοιχισμένο
     κλητική τοιχισμένε τοιχισμένη τοιχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοιχισμένοι οι τοιχισμένες τα τοιχισμένα
      γενική των τοιχισμένων των τοιχισμένων των τοιχισμένων
    αιτιατική τους τοιχισμένους τις τοιχισμένες τα τοιχισμένα
     κλητική τοιχισμένοι τοιχισμένες τοιχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

τοιχισμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τοιχίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τοιχισμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τοιχισμένος&oldid=6935304"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Σεπτεμβρίου 2024, στις 11:49

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Σεπτεμβρίου 2024, στις 11:49.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας