Δείτε επίσης: τιμών, Τίμων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τιμῶν τιμῶσ τὸ τιμῶν
      γενική τοῦ τιμῶντος τῆς τιμώσης τοῦ τιμῶντος
      δοτική τῷ τιμῶντ τῇ τιμώσ τῷ τιμῶντ
    αιτιατική τὸν τιμῶντ τὴν τιμῶσᾰν τὸ τιμῶν
     κλητική ! τιμῶν τιμῶσ τιμῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τιμῶντες αἱ τιμῶσαι τὰ τιμῶντ
      γενική τῶν τιμώντων τῶν τιμωσῶν τῶν τιμώντων
      δοτική τοῖς τιμῶσῐ(ν) ταῖς τιμώσαις τοῖς τιμῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς τιμῶντᾰς τὰς τιμώσᾱς τὰ τιμῶντ
     κλητική ! τιμῶντες τιμῶσαι τιμῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τιμῶντε τὼ τιμώσ τὼ τιμῶντε
      γεν-δοτ τοῖν τιμώντοιν τοῖν τιμώσαιν τοῖν τιμώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

τιμῶν, -ῶσα, -ῶν

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τιμῶν θηλυκό