τιμῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
τιμῶν, -ῶσα, -ῶν
- συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τιμῶ του τιμάω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
τιμῶν θηλυκό
- γενική πληθυντικού του τιμή