ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τημελοῦχος τὸ τημελοῦχον
      γενική τοῦ/τῆς τημελούχου τοῦ τημελούχου
      δοτική τῷ/τῇ τημελούχ τῷ τημελούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν τημελοῦχον τὸ τημελοῦχον
     κλητική ! τημελοῦχε τημελοῦχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τημελοῦχοι τὰ τημελοῦχ
      γενική τῶν τημελούχων τῶν τημελούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς τημελούχοις τοῖς τημελούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τημελούχους τὰ τημελοῦχ
     κλητική ! τημελοῦχοι τημελοῦχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τημελούχω τὼ τημελούχω
      γεν-δοτ τοῖν τημελούχοιν τοῖν τημελούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τημελοῦχος (ελληνιστική κοινή) < τημέλ(εια) + -οῦχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

τημελοῦχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • που φροντίζει κάποιον, που έχει την επιμέλεια κάποιου
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Eclogae propheticae, Chapter 48, @scaife.perseus
    αὐτίκα ὁ Πέτρος ἐν τῇ Ἀποκαλύψει φησὶν »τὰ βρέφη ἐξαμβλωθέντα τῆς ἀμείνονος ἐσόμενα μοίρας, ταῦτα ἀγγέλῳ τημελούχῳ παραδίδοσθαι, ἵνα γνώσεως μεταλαβόντα τῆς ἀμείνονος τύχῃ μονῆς, παθόντα ἃ ἂν ἔπαθεν καὶ ἐν σώματι γενόμενα.

Συγγενικά

επεξεργασία