τηλεπαθολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεπαθολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική telepathology < αρχαία ελληνική τηλε- + πάθος + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεπαθολογία θηλυκό
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τηλεπαθολογία