↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τηλεδημοσιογράφος οι τηλεδημοσιογράφοι
      γενική του/της τηλεδημοσιογράφου των τηλεδημοσιογράφων
    αιτιατική τον/την τηλεδημοσιογράφο τους/τις τηλεδημοσιογράφους
     κλητική τηλεδημοσιογράφε τηλεδημοσιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεδημοσιογράφος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telejournalist. Μορφολογικά αναλύεται σε τηλε- + δημοσιογράφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεδημοσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία