Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεανίχνευση οι τηλεανιχνεύσεις
      γενική της τηλεανίχνευσης* των τηλεανιχνεύσεων
    αιτιατική την τηλεανίχνευση τις τηλεανιχνεύσεις
     κλητική τηλεανίχνευση τηλεανιχνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεανιχνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεανίχνευση < (απόδοση) γαλλική télédétection (τηλε- + ανίχνευση)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.aˈni.xnef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐α‐νί‐χνευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεανίχνευση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία