τζορμπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζορμπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çorba < περσική شوربا (shōrbā: χυλός, χορτόσουπα, σούπα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζορμπάς αρσενικό
- (γαστρονομία) (μεταφορικά) άλλη μορφή του τσορβάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζορμπάς
|