τζίφρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζίφρα | οι | τζίφρες |
γενική | της | τζίφρας | των | τζιφρών |
αιτιατική | την | τζίφρα | τις | τζίφρες |
κλητική | τζίφρα | τζίφρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζίφρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zifra < αραβική صِفْر (ʂifr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζίφρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η υπογραφή με μονοκοντυλιά (ενίοτε δυσανάγνωστη)
- ※ βάλε μια τζίφρα εδώ και πάρ’ το το συμβόλαιο
- το μονόγραμμα, η μονογραφή
- δυσανάγνωστη γραφή