Ετυμολογία

επεξεργασία
τζίφος <
  1. ίσως αραβικά zife[1] ή zifa.[2] [3]
  2. ίσως τουρκικά zifos[3] (λάσπη, (κατ’ επέκταση) ανόητος)[4] < ποντιακά ζίφος / ζίφωνας[4] < αρχαία ελληνική σίφων[4] (αντιδάνειο)[4]
  3. ίσως αρχαία ελληνική ψῆφος («που πήρε τη σημασία μηδέν»)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈd͡zi.fos/

  Επιφώνημα

επεξεργασία

τζίφος!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  2. τζίφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 3,0 3,1 3,2 τζίφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.