τζίφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζίφος <
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίατζίφος!
- (οικείο) αποτυχημένη προσπάθεια, χωρίς αποτέλεσμα
- Πήγα να πληρωθώ, αλλά τζίφος! Το ταμείο ήταν κλειστό.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- άκλιτο αρσενικό ουσιαστικό, στην ονομαστική πτώση, ως επιφώνημα ή επίρρημα[3]
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ τζίφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 3,0 3,1 3,2 τζίφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.