↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τεχνολόγος οι τεχνολόγοι
      γενική του/της τεχνολόγου των τεχνολόγων
    αιτιατική τον/την τεχνολόγο τους/τις τεχνολόγους
     κλητική τεχνολόγε τεχνολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεχνολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική technologue < techno(logie) αρχαία ελληνική τέχνη τεχνο- + -λόγος. Διαφορετική η ελληνιστική κοινή τεχνολόγος (συγγραφέας ρητορικής).[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεχνολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (τεχνολογία, επάγγελμα) ειδικός στην τεχνολογία κάποιου αντικειμένου
    τεχνολόγος μηχανικός
    τεχνολόγος τροφίμων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία