Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραώροφος η τετραώροφη το τετραώροφο
      γενική του τετραώροφου της τετραώροφης του τετραώροφου
    αιτιατική τον τετραώροφο την τετραώροφη το τετραώροφο
     κλητική τετραώροφε τετραώροφη τετραώροφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραώροφοι οι τετραώροφες τα τετραώροφα
      γενική των τετραώροφων των τετραώροφων των τετραώροφων
    αιτιατική τους τετραώροφους τις τετραώροφες τα τετραώροφα
     κλητική τετραώροφοι τετραώροφες τετραώροφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραώροφος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τετραώροφος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία