↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραώροφο τα τετραώροφα
      γενική του τετραωρόφου
τετραώροφου
των τετραωρόφων
    αιτιατική το τετραώροφο τα τετραώροφα
     κλητική τετραώροφο τετραώροφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραώροφο < τετρα- + όροφος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τετραώροφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραώροφο ουδέτερο, (λόγιο) τετραώροφον

  • οικοδόμημα που φέρει τέσσερις ορόφους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία