τετραχλωρομεθάνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραχλωρομεθάνιο ουδέτερο
- (χημεία, βιοχημεία) άκυκλη οργανική χημική ένωση τετραχλωροπαράγωγο του μεθανίου, που είναι τοξική ουσία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραχλωρομεθάνιο
|