τετραφθορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετραφθορικός, -η, -ο
- αυτός που φέρει στο μόριό του τέσσερα άτομα φθορίου
- τετραφθορικός άνθρακας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραφθορικός
|