Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραφθορικός η τετραφθορική το τετραφθορικό
      γενική του τετραφθορικού της τετραφθορικής του τετραφθορικού
    αιτιατική τον τετραφθορικό την τετραφθορική το τετραφθορικό
     κλητική τετραφθορικέ τετραφθορική τετραφθορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραφθορικοί οι τετραφθορικές τα τετραφθορικά
      γενική των τετραφθορικών των τετραφθορικών των τετραφθορικών
    αιτιατική τους τετραφθορικούς τις τετραφθορικές τα τετραφθορικά
     κλητική τετραφθορικοί τετραφθορικές τετραφθορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραφθορικός < τετρα- + φθόριο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

τετραφθορικός, -η, -ο

  1. αυτός που φέρει στο μόριό του τέσσερα άτομα φθορίου
    τετραφθορικός άνθρακας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία