↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετρατάξιος η τετρατάξια το τετρατάξιο
      γενική του τετρατάξιου της τετρατάξιας του τετρατάξιου
    αιτιατική τον τετρατάξιο την τετρατάξια το τετρατάξιο
     κλητική τετρατάξιε τετρατάξια τετρατάξιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετρατάξιοι οι τετρατάξιες τα τετρατάξια
      γενική των τετρατάξιων των τετρατάξιων των τετρατάξιων
    αιτιατική τους τετρατάξιους τις τετρατάξιες τα τετρατάξια
     κλητική τετρατάξιοι τετρατάξιες τετρατάξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετρατάξιος < τετρα- + τάξ(η) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

τετρατάξιος, -α, -ο

  • αυτός που έχει, ή φέρεται με τέσσερις τάξεις ή αίθουσες διδασκαλίας
    τετρατάξιο σχολείο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία