Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραβρωμιούχος η τετραβρωμιούχα το τετραβρωμιούχο
      γενική του τετραβρωμιούχου της τετραβρωμιούχας του τετραβρωμιούχου
    αιτιατική τον τετραβρωμιούχο την τετραβρωμιούχα το τετραβρωμιούχο
     κλητική τετραβρωμιούχε τετραβρωμιούχα τετραβρωμιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραβρωμιούχοι οι τετραβρωμιούχες τα τετραβρωμιούχα
      γενική των τετραβρωμιούχων των τετραβρωμιούχων των τετραβρωμιούχων
    αιτιατική τους τετραβρωμιούχους τις τετραβρωμιούχες τα τετραβρωμιούχα
     κλητική τετραβρωμιούχοι τετραβρωμιούχες τετραβρωμιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραβρωμιούχος < τετρα- + βρωμιούχος

  Επίθετο επεξεργασία

τετραβρωμιούχος

  • (χημεία): αυτός {ένωση} που περιλαμβάνει στο μόριό του/της τέσσερα άτομα βρωμίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία