Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράχηλο τα τετράχηλα
      γενική του τετράχηλου των τετράχηλων
    αιτιατική το τετράχηλο τα τετράχηλα
     κλητική τετράχηλο τετράχηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράχηλο < (καθαρεύουσα) τετράχηλον < τετρά- + χηλή (= οπλή) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράχηλο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία