τετράχηλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετράχηλο < (καθαρεύουσα) τετράχηλον < τετρά- + χηλή (= οπλή) + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατετράχηλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) τύπος μικρής άγκυρας με τέσσερις όνυχες (νύχια) σε ισάριθμους βραχίονες σε κάθετη διάταξη μεταξύ τους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετράχηλο
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .