τεσσαροχάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεσσαροχάλι | τα | τεσσαροχάλια |
γενική | του | τεσσαροχαλιού | των | τεσσαροχαλιών |
αιτιατική | το | τεσσαροχάλι | τα | τεσσαροχάλια |
κλητική | τεσσαροχάλι | τεσσαροχάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεσσαροχάλι < τεσσαροχάλ(ης) (αρσενικό) + μεταπλασμός σε ουδέτερο με -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεσσαροχάλι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, δημοτική άλλη μορφή του τεσσαροχάλης → δείτε τη λέξη τετράχηλο