τετράστομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατετράστομος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τέσσερα στόματα, ή εισόδους - εξόδους
- τετράστομη σήραγγα (= διπλή σήραγγα)
- αυτός που φέρει τέσσερις εκβολές ποταμών
- τετράστομος κόλπος
- αυτός που φέρει τέσσερις αιχμές
- τετράστομος πέλεκυς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετράστομος
|