↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράκλαστος η τετράκλαστη το τετράκλαστο
      γενική του τετράκλαστου της τετράκλαστης του τετράκλαστου
    αιτιατική τον τετράκλαστο την τετράκλαστη το τετράκλαστο
     κλητική τετράκλαστε τετράκλαστη τετράκλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράκλαστοι οι τετράκλαστες τα τετράκλαστα
      γενική των τετράκλαστων των τετράκλαστων των τετράκλαστων
    αιτιατική τους τετράκλαστους τις τετράκλαστες τα τετράκλαστα
     κλητική τετράκλαστοι τετράκλαστες τετράκλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράκλαστος < τετρα- + κλαστός (= τεμαχισμένος)

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράκλαστος, -η, -ο

  • αυτός που έχει τεμαχιστεί στα τέσσερα

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία