↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράβιβλος η τετράβιβλη το τετράβιβλο
      γενική του τετράβιβλου της τετράβιβλης του τετράβιβλου
    αιτιατική τον τετράβιβλο την τετράβιβλη το τετράβιβλο
     κλητική τετράβιβλε τετράβιβλη τετράβιβλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράβιβλοι οι τετράβιβλες τα τετράβιβλα
      γενική των τετράβιβλων των τετράβιβλων των τετράβιβλων
    αιτιατική τους τετράβιβλους τις τετράβιβλες τα τετράβιβλα
     κλητική τετράβιβλοι τετράβιβλες τετράβιβλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράβιβλος < τετρα- + βίβλος (βιβλίο)

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράβιβλος, -ος/-η, -ο

  1. αυτός/η/ο που αποτελείται από τέσσερα βιβλία
    τετράβιβλη πραγματεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία